- άφρονας
- οασύνετος, παλαβός: Τον άφρονα να τον λυπάσαι πρέπει κι όχι να τον ζηλεύεις.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἄφρονας — ἄφρων senseless masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
неоумьныи — (4*) пр. Лишенный разума: проклѧша и ѡсѹдиша ст҃ии ѡ҃ци. ˫ако несъд҃шьна плоть г҃а нашего і҃с х҃а. г҃лющемѹ и неѹмна... ст҃ии же ѡ҃ци съд҃шьнѹ и ѹмнѹ имѹть плоть г҃а нашего і҃с х҃а КР 1284, 2а; тако же и б҃овидѣць Моиси, провѣдѧ и ѡблича˫а вы… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αφρονώ — ἀφρονῶ ( έω) (AM) είμαι άφρονας, ανόητος, ενεργώ απερίσκεπτα … Dictionary of Greek
υπάφρων — ονος, ὁ, ἡ, Α [ἄφρων] ο κάπως άφρονας, ο κάπως ασύνετος … Dictionary of Greek
Ευσταθίου, Χριστόδουλος — (1733 – 1793). Κληρικός και λόγιος. Σπούδασε θεολογία και φιλοσοφία στην Ιταλία και στη Βιέννη. Οπαδός του γαλλικού Διαφωτισμού, είχε προοδευτικές ιδέες και τάχθηκε εναντίον του μοναχισμού. Κατηγορήθηκε ότι αμφισβήτησε το θεόπνευστο της… … Dictionary of Greek
Χριστόδουλος Ακαρνάν — (Ξηρόμερο, Ακαρνανία 1733– Λειψία 1793). Λόγιος, δάσκαλος, ένας από τους μαχητικότερους και πλέον αδιάλλακτους οπαδούς των ιδεών του διαφωτισμού. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που μας δίνει ο επίσκοπος Πλαταμώνος Διονύσιος, ο πατέρας του X.… … Dictionary of Greek